- αδάμαστος
- -η, -ο (Α ἀδάμαστος, -ον)1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δαμάζω.ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί].
Dictionary of Greek. 2013.